- ξύλευση
- ηη κοπή και συλλογή ξύλων από το δάσος, η υλοτομία.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξυλεύω. Η λ., στον λόγιο τ. ξύλευσις, μαρτυρείται από το 1887 στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Μπέρνχαρντ, Τόμας — (Thomas Bernhard, Χέερλεν Ολλανδίας 1931 – 1989). Αυστριακός λογοτέχνης. Σε ηλικία 12 ετών έγινε τρόφιμος οικοτροφείου στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας. Εργάστηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε μπακάλικο (1947 49), αρρώστησε όμως από φυματίωση… … Dictionary of Greek